Το N-Acetyl Cysteine (NAC) είναι μια μορφή του μη απαραίτητου αμινοξέως L- Cysteine (κυστεΐνη). Είναι ένα θειούχο αμινοξύ που λειτουργεί ως σταθεροποιητής για το σχηματισμό πρωτεϊνικών δομών και δρα ως αντιοξειδωτικό όντας προάγγελος της γλουταθειόνης (GSH). Ενώ η γλουταθειόνη μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πιο σημαντικό από τα αντιοξειδωτικά που παράγονται ενδογενώς στον οργανισμό, είναι επίσης ένα (τρι)πεπτίδιο που διασπάται σε μεμονωμένες μονάδες αμινοξέων όπως το γλουταμινικό οξύ, η γλυκίνη και η κυστεΐνη. Από αυτές, η κυστεΐνη είναι η πιο κρίσιμη για τη σύνθεση GSH, και το N-Acetyl-L-Cysteine είναι μια εξαιρετική μορφή της, περισσότερο βιοδιαθέσιμη από ό,τι η γλουταθειόνη και περίπου 6 φορές πιο αποδοτική. Το NAC έχει τη μοναδική ικανότητα να αναστέλλει τα επίπεδα της λιποπρωτεΐνης Lp(a), η οποία είναι ένας δείκτης πολύ πιο αξιόπιστος από ό,τι τα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης (HDL), ή ο λόγος της LDL προς HDL. Το NAC αναστέλλει επίσης την καρδιακή βλάβη προλαμβάνοντας την οξείδωση της LDL, προστατεύει έναντι της ισχαιμικής βλάβης και επαναιμάτωσης, ενώ ενισχύει τη στεφανιαία διαστολή και αντιαιμοπεταλιακή δράση της νιτρογλυκερίνης. Χρησιμοποιείται επίσης ως βλεννολυτικό σε άτομα με βρογχοπνευμονικές ασθένειες. Τέλος, το NAC επηρεάζει το ανοσοποιητικό μέσω του ρόλου του στην παραγωγή ενδοκυτταρικής GSH. Ο ρόλος αυτός καθίσταται κρίσιμος όταν είναι μειωμένη η κανονική παραγωγή GSH, όπως για παράδειγμα από τον ιό HIV. Το NAC έχει αποδειχθεί ότι μπλοκάρει την παραγωγή του ιού του AIDS.